ἱπποδρομίας

ἱπποδρομίας
ἱπποδρομίᾱς , ἱπποδρομία
horse-race
fem acc pl
ἱπποδρομίᾱς , ἱπποδρομία
horse-race
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • позорованиѥ — ПОЗОРОВАНИ|Ѥ (4*), ˫А с. Зрелище: Вьсьде отъмѣтаѥть ст҃ыи вьсе˫а || вьселѥны˫а съборъ. гл҃ѥмы˫а лѹтъкы и позорища ихъ. по семь же ѹбо и ловѧщиихъ позоровани˫а. и плѧсании прѣдъ скини˫ами не творити. (τὰς… ϑεωρίας) КЕ XII, 57–58; то же КВ к. XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Clítor (mitología) — Para la ciudad antigua, véase Clítor. Clítor (en griego Κλείτωρ, Kleítor ) fue un personaje mitológico, quinto rey de la antigua Arcadia. Era el único hijo de Azán,[1] descendiente de Licaón de Arcas y de Pelasgo. Sucedió a su padre y tras su… …   Wikipedia Español

  • HIPPODROMUS et Peristylum — loca erant Alexandriae, quorum hoc ingens intercolumnium, e quo Hermon elephantos, ad tempus agitatos, in Hippodromum suburbanum, ubi Iudaei horam morti suae destinatam exspectabant, deduxisse, Maccab. l. 3. legitut. Ille, conditus est a Lagi fil …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TROJA nomen ludicri — 1uod ἱπποδρομίας genus fuit et in equis exercebatur, per lascivas vertigines ac gyros im plicantium se et explicantium puerorum, vide infra. Ast apud Recentiores Troia, Gallis truie et troye, machina bellica est, ad suffodiendos muros inventa,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

  • κούρσα — η (Μ κούρσα) νεοελλ. 1. αγώνας ιπποδρομίας και ειδ. στον πληθ. οι οργανωμένες με λαχεία και στοιχήματα ιπποδρομίες 2. (αθλ.) αγώνας δρόμου, δρόμος («αρχίζει η κούρσα τών 1.500 μέτρων ανδρών») 3. διαδρομή με άμαξα ή με αυτοκίνητο 4. η απόσταση που …   Dictionary of Greek

  • μάπα — και μάππα, η (AM μάππα) νεοελλ. 1. άλλη ονομασία για το κοινό λάχανο, αλλ. κραμπολάχανο 2. ναυτ. η πόρπη 3. δερμάτινη σφαίρα γεμάτη μαλλιά ή άλλη ελαστική ύλη 4. πρόσωπο, φάτσα, μούρη 5. (γεωγραφικός χάρτης που επιπεδογραφεί τα δύο ημισφαίρια ή… …   Dictionary of Greek

  • μαππίον — μαππίον, τὸ (Α) [μάππα] υποκορ. τού μάππα, μικρό τεμάχιο υφάσματος που ύψωνε ο μαππάριος* στον ιππόδρομο για να σημάνει την έναρξη τής ιπποδρομίας …   Dictionary of Greek

  • σπάτιον — τὸ, Μ διαδρομή, σειρά στο αγώνισμα τής ιπποδρομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. spatium «χώρος, διάστημα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”